- κοπροφάγα
- κοπροφάγοςdung-eatingneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοπροφάγος — ο (ΑM κοπροφάγος, ον) 1. αυτός που τρώγει κόπρανα, περιττώματα 2. (για έντομα και ζώα) αυτός που τρέφεται με κοπριά, που συνηθισμένη τροφή του είναι η κοπριά νεοελλ. 1. ιατρ. άτομο που επιδίδεται στην κοπροφαγία 2. φρ. «κοπροφάγα έντομα» ζωολ.… … Dictionary of Greek